- χαλκιδικόν
- χαλκιδικόςofmasc acc sgχαλκιδικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαλκιδικόν — Χαλκιδικός of masc acc sg Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδικός — ή, ό / χαλκιδικός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, ίδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν (στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την … Dictionary of Greek
CHALCIOECUS — Minerva dicta est, vel quia domum haberet aeneam, vel quia ex Euboea Chalcidenses fanum construxerunt. Cael. Rhodig. l. 19. c. 8. Vide Meursium in Miscell. Laconic. l. 1. c. 3. Ad huius templum, Aristomenes, Messeniorum Dux, initiô belli… … Hofmann J. Lexicon universale
Αξιονίκης — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Έγραψε: Χαλκιδικόν, Φιλευριπίδην, Τυρρηνόν κ.ά … Dictionary of Greek